φυσιογνωμική

φυσιογνωμική
η физио(г)номика

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "φυσιογνωμική" в других словарях:

  • φυσιογνωμική — η, Ν βλ. φυσιογνωμίας …   Dictionary of Greek

  • φυσιογνωμική — η η τέχνη της αναγνώρισης του χαρακτήρα ή των ψυχικών ιδιοτήτων ατόμου από τη μελέτη του προσώπου του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γενεά — και γενιά, η (AM γενεά, Α και γενεή, Μ και γενέα) 1. το σύνολο τών μελών ενός γένους ή μιας οικογένειας 2. φυλή, έθνος (ανθρώπων) 3. είδος, ράτσα (ζώων) 4. σύνολο ανθρώπων σε ορισμένη χρονική περίοδο 5. συγγένεια 6. χρονική περίοδος που… …   Dictionary of Greek

  • διάγραμμα — Όρος που χαρακτηρίζει έναν τρόπο παράστασης μιας πραγματικής συνάρτησης, μιας πραγματικής μεταβλητής. Η παράσταση αυτή γίνεται συνηθέστερα κατά γεωμετρικό τρόπο. Είναι γνωστά κυρίως το καρτεσιανό δ. και το πολικό δ. μιας συνάρτησης του είδους που …   Dictionary of Greek

  • προσωπογραφία — Ζωγραφική απεικόνιση των σωματικών χαρακτηριστικών ενός προσώπου. Η τέχνη της π. απέκτησε με τον καιρό διάφορες σημασίες και ερμηνείες σε στενή συνάφεια με τον πολιτισμό και τις αισθητικές τάσεις της κάθε εποχής. Στη Μεσοποταμία και στην αρχαία… …   Dictionary of Greek

  • φυσιογνωμικός — ή, ό / φυσιογνωμικός, ή, όν, ΝΑ [φυσιογνωμία] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογνωμία 2. το θηλ. ως ουσ. η φυσιογνωμική α) η μελέτη τής συστηματικής σχέσης μεταξύ τών ψυχικών και πνευματικών ιδιοτήτων ενός ατόμου και τών… …   Dictionary of Greek

  • φυσιογνωμονικός — ή, ό / φυσιογνωμονικός, ή, όν, ΝΑ (φυσιογνωμονία] νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η φυσιογνωμονική η φυσιογνωμική αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογνωμονία ή ο ασκημένος σε αυτήν την ενασχόληση 2. το ουδ. ως ουσ. Φυσιογνωμονικόν τίτλος… …   Dictionary of Greek

  • Αποστολάκης, Γεώργιος — (Καλαμάτα 1890 – Αθήνα 1964).Γιατρός και συγγραφέας έργων της ειδικότητάς του, αδελφός του φιλόλογου Γιάννη Αποστολάκη (βλ. λ.). Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και ειδικεύτηκε στην ανατομική σε διάφορα ευρωπαϊκά ινστιτούτα (Γαλλία,… …   Dictionary of Greek

  • Λαβάτερ, Γιόχαν Κάσπαρ — (Johann Kaspar Lavater, Ζυρίχη 1741 – 1801). Ελβετός συγγραφέας και Διαμαρτυρόμενος θεολόγος. Διετέλεσε πάστορας σε διάφορες εκκλησίες της Ζυρίχης, ενώ εξέδωσε πολλές ποιητικές συλλογές και θεολογικά συγγράμματα. Το 1775 δημοσίευσε το βιβλίο… …   Dictionary of Greek

  • φυσιογνωμικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στη φυσιογνωμία, που είναι της φυσιογνωμίας. 2. το θηλ. ως ουσ., φυσιογνωμική (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»